- σακ(κ)ούλι
- το см. σακ(κ)ούλα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σακουλάκι — το, Ν [σακ(κ)ούλι] 1. μικρή σακούλα 2. μικρό βαλάντιο, μικρό πουγγί … Dictionary of Greek
σακουλές — ο, Ν αυτός που φορά σακιά αντί για ενδύματα, ρακένδυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακ(κ)ούλι + κατάλ. ες, που απαντά και σε άλλες λ. με μειωτική σημ. (πρβλ. ρεμπεσκ ές). Πρόκειται για λ. που χρησιμοποιείται κυρίως στη διάλ. τών λεγόμενων περιθωριακών] … Dictionary of Greek
πεζούλι — το 1. αρχιτ. λίθινο τοιχίο στο προαύλιο ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάθισμα, αλλά και ως σημείο ίππευσης και αφίππευσης 2. μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατωφερές έδαφος, ανάλημμα, αναβαθμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα … Dictionary of Greek
σακούλι — το, Ν 1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος 2. βαλάντιο, πουγγί 3. παροιμ. «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι» δηλώνει ότι με κατάλληλη και συστηματική αποταμίευση συγκεντρώνεται με το πέρασμα τού χρόνου ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
χερούλι — το, Ν 1. λαβή σκεύους, εργαλείου ή άλλου αντικειμένου (α. «το χερούλι τής κανάτας» β. «το χερούλι τής πόρτας») 2. τρυφερό, αγαπημένο χέρι («πέτα, περδικούλα μου, κι έλα στα χερούλια μου», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + υποκορ. κατάλ. ούλι… … Dictionary of Greek